- κλιντηριον
- κλιντήριονκλῑντήριον
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* … Dictionary of Greek
κλιντήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίου — κλιντήριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίων — κλιντήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρια — κλιντήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίσκος — κλιντηρίσκος, ὁ (Α) κλιντήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλιντήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, νεαν ίσκος)] … Dictionary of Greek